- ἐπειγωλή
- ἐπειγωλή, ἡ,A haste, EM356.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επειγωλή — ἐπειγωλή, η (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπειγωλὴ καὶ ἔπειξις ἡ σπουδή» … Dictionary of Greek
ἐπειγωλή — haste fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπειγωλῆς — ἐπειγωλή haste fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπειγωλήν — ἐπειγωλή haste fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)